Powered By Blogger

Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

Μαριονέτα παλιάτσος.


Μη με ρωτάς, δε θα σου πω.
Μη με κοιτάς, μονάχα ψέματα θ' αφήσω να βγουν από τα χείλη μου.
Μη με πλησιάζεις, δε θα ανταποδώσω το άγγιγμα.
Ακούς;
Κουράστηκα. Με ακούς;
Οι πληγές μου δεν έπαψαν να αιμορραγούν, θα πρέπει να ευχαριστήσω τα ρούχα που τις κρύβουν.
Οι σφραγίδες απ' το κέρι πάνω στις φλέβες μου καίνε. Καυτό κέρι που στάζει, σταγόνα σταγόνα.
Ο δρόμος και οι σκιές του με πνίγουν. Γύρω από το λαιμό μου τυλίγονται και με πνίγουν.
Η μουσική με ζαλίζει. Όχι γλυκιά, αισθαντική ζαλάδα πια, βίαιη κι ορμητική.
Τα κόκκαλά μου τρίζουν, με ήχο εκκωφαντικό και απόκοσμο.
Το ίδιο όνειρο με ξυπνά χωρίς αναπνοή. Κάθε βράδυ το ίδιο όνειρο, ξανά και ξανά.
Ο ιδρώτας ξεκίνα από τους κροτάφους κι ως τη ραχοκοκαλιά συνοδεύει τους σφυγμούς.
Βραχνάς που με πνίγει το σύμπαν ολόκληρο. Αλυσίδα χοντρή γύρω από το λαιμό μου. Βαρίδι.
Λόγια. Λέξεις που αλλάζουν τα πάντα. Ο,τι πίστευα, ο,τι ήλπιζα, ο,τι ονειρευόμουν.
Μετέωρα βήματα. Υπόκωφα γέλια. Πηδήματα στο κενό, στο τίποτα.
Κουράστηκα. Με ακούς;
Κουράστηκα και δεν έχει ακόμα ξημερώσει, δεν είναι καν μεσάνυχτα.

Γιατί, ξέρεις, το κουστούμι του γελωτοποιού είναι πολύ βαρύ
και κάποτε νιώθεις την ανάγκη να το βγάλεις, να το πετάξεις από πάνω σου.
Αλλά τότε είσαι κάτι πολύ χειρότερο από γυμνός και εκτεθειμένος, είσαι αόρατος. Εκείνο το κουστούμι κι εκείνες οι φθηνιάρικες μπογιές στο πρόσωπο
ήταν όλη σου η ύπαρξη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.